διβολώ

διβολώ
διβολῶ (-έω) (Α) [δίβολος]
βωλοστροφώ, δευτερώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιβόλητος — η, ο [διβολώ] ο αδιβόλιστος …   Dictionary of Greek

  • διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”